- προσπαράκειμαι
- ΜΑείμαι προσκολλημένος ή προσαρτημένος σε κάποιον ή κάτιαρχ.(για έγγεια κτήση) συνορεύω («τῆς προσπαρακειμένης λίμνης», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + παράκειμαι «βρίσκομαι κοντά σε κάποιον»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek